ἠερόφοιτος

ἠερόφοιτος
ἠερόφοιτος
air-wandering
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηερόφοιτος — ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα 2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις* που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν.… …   Dictionary of Greek

  • ἠερόφοιτον — ἠερόφοιτος air wandering masc/fem acc sg ἠερόφοιτος air wandering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροφοίτοις — ἠερόφοιτος air wandering masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠερόφοιτα — ἠερόφοιτος air wandering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠερόφοιτοι — ἠερόφοιτος air wandering masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηερίφοιτος — ἠερίφοιτος, ον (Α) ποιητ. τ. αντί ηερόφοιτος* …   Dictionary of Greek

  • ηεροφοίτης — ἠεροφοίτης, ὁ (Α) ηερόφοιτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”